- ἐπίσαθρος
- ἐπίσαθρος, ον,A infirm, τὰς ὑπάρξεις ἐ. καὶ ἐπικινδύνους ποιεῖν Vett. Val.90.3: [comp] Sup., Hsch.s.v. ἐπικηρότατοι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίσαθρος — ἐπίσαθρος, ον (AM) [σαθρός] εύθραυστος, ευπρόσβλητος, ασθενής … Dictionary of Greek